Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ τὴν τετράγωνον

См. также в других словарях:

  • τετραγώνισμα — το, ΝΜΑ [τετραγωνίζω] νεοελλ. 1. ο μετασχηματισμός γεωμετρικού σχήματος σε τετράγωνο 2. η κατεργασία λίθου ή ξύλου κατά ορθές γωνίες μσν. αρχ. (για σχήμα) ορθογώνιο (α. «ἐκ τοῡ τετραγωνίσματος τῆς σκυτάλης», Τζέτζ. β. «μετὰ τὴν τετράγωνον ἐκκοπὴν …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… …   Dictionary of Greek

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • COTHON — I. COTHON Carthaginis tres erant partes, Κώθων, Μέγαρα, et Βύρσα. Cothon Varie definitur. A Strab. l. 17. νησίον περιφερὲς Ε᾿υρίπῳ περιεχόμενον ἔχοντι νεωσοίκους ἑκατέρωθεν κύκλῳ, Insula parva, rotunda, Euripô circumdata, utrinque habente in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • QUADRATA — I. QUADRATA German. oppid. Anton. Cluverio locus Pannoniae, nunc vicus wiselburg ad Danub. inter Flexum et Arrabonem, in Hungaria. Item Italiae mediterraneae urbs, Lib. Notit. Nunc pagus agri Astensis, Quarta, 4. mill. pass. ab Asta urbe Casale… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»